- βλαστητικός
- -ή, -ό (AM βλαστητικός, -ή, -ό) [βλάστησις]ο σχετικός με τη βλάστησηνεοελλ.αυτός που εξασφαλίζει τη διατήρηση της ζωής, την αύξηση και τον πολλαπλασιασμόαρχ.εκείνος που έχει τάση για βλάστηση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βλαστητικά — βλαστητικός in active growth neut nom/voc/acc pl βλαστητικά̱ , βλαστητικός in active growth fem nom/voc/acc dual βλαστητικά̱ , βλαστητικός in active growth fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλαστητικῶν — βλαστητικός in active growth fem gen pl βλαστητικός in active growth masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλαστητικόν — βλαστητικός in active growth masc acc sg βλαστητικός in active growth neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλαστητικῆς — βλαστητικός in active growth fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλαστητικήν — βλαστητικός in active growth fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλαστήμων — βλαστήμων, ον (Α) [βλάστημα] ο βλαστητικός … Dictionary of Greek
προμυκήλιο — το, Ν (μυκητ.) βλαστητικός σωλήνας που αναπτύσσεται από το τελευτοσπόριο στα ουρεδινώδη και τα ουστιλαγινώδη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. promycelium (< προ * + μυκήλιο*)] … Dictionary of Greek
πόρος — I Νησί του Σαρωνικού κόλπου, απέναντι από την Τροιζηνία, από ένα σημείο της οποίας η απόσταση μέχρι τον Πόρο είναι μόλις λίγα μέτρα. Ο Π. έχει έκταση 31 τ. χλμ. και πρωτεύουσα του είναι ο ομώνυμος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ.). Ανήκει στην… … Dictionary of Greek
υβρίδια — Ζώα ή φυτά που προέρχονται από γονείς οι οποίοι ανήκουν σε διαφορετικά είδη. Τα μουλάρια, π.χ., είναι υ. γιατί προέρχονται από τη διασταύρωση θηλυκών αλόγων με αρσενικούς γαϊδάρους ή αρσενικών αλόγων με θηλυκούς γαϊδάρους. Η διασταύρωση… … Dictionary of Greek
βλαστητικάς — βλαστητικά̱ς , βλαστητικός in active growth fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)